Ο Πάρακας είναι ένας θεόρατος βράχος και απότομος κρημνός που εφάπτεται της
θάλασσας και έχει τεράστιο ύψος, ενώ τα νερά που είναι πεντακάθαρα και φιλούν
τους βράχους, έχουν μεγάλο βάθος. Εδω στέκονταν οι ψαράδες και όταν έβλεπαν
"αλάγια" ψαριών, έριχναν δυναμίτη και τα σκότωναν.
Ακόμα κάποιοι χωριανοί που δεν ζουν πλέον, έλεγαν πως την ονοματολογία του
την οφείλει σε ένα Βένετο πρίγγιπα που έζησε στην περιοχή πρίν πολλούς αιώνες.
Λένε ακόμη, πως από εκείνο τον κρεμμό, αν κάποιος σταθεί και κάνει μια ευχή
αγάπης, αυτή θα πραγματοποιηθεί. Για του λόγου το ασφαλές και περί της αληθείας
για την πραγμάτωση της ευχής, υπάρχει η παρακάτω διήγηση που παραστατικά ένα
παραμύθι διηγείται:
Μια φορά έναν καιρό στα μέρη της Χλώρακας κοντά στη θάλασσα δίπλα από ένα
ψηλό γκρεμμό, ζούσε μια βοσκοπούλα πολύ έμμορφη, που ρηγόπουλα και αρχοντόπουλα
ζητούσαν να την παντρευτούν. Μα αυτή μοναχοκόρη και πλουσιοκόρη,δεν ήθελε
κανέναν, παρά μόνο παρακαλούσε τη θάλασσα της Χλώρακας να της φέρει έναν ιππότη
καθώς από μικρή αυτό είχε για όνειρο.
Στεκόταν στον ψηλό γκρεμμο, και με τα ξέπλεκα μαλλιά της να ανεμίζουν και να αγγίζουν έως τη γης, κάθε δείλη αγνάντευε το όμορφο ηλιοβασίλεμα με μια ελπίδα πάντα στην καρδιά, να ανεφάνει το πλοίο που από τα βάθη των οριζόντων θα έφερνε τον καλό της.
Ένα καλό απόγευμα, όταν ο ήλιος έγερνε μέσα στα γαλανά νερά και όμορφα τα χρύσιζε, μέσα από το θαυμαστό θέαμα του ηλιοβασιλέματος, φάνηκε ένα καράβι να αρμενίζει που στην πλώρη του έστεκε ένας όμορφος νέος ντυμένος με την σιδερένια του πανοπλία. Ήταν ο Πάρακας, ένα πριγγιπόπολυλο από τη μακρινή Βενετία που αρμάτωσε το πλοίο του και πήγαινε στους Αγίους τόπους να πολεμήσει, αλλά καθώς είχε ακούσει για την όμορφη χωριατοπούλα, περ5ασε από τα μέρη της Χλώρακας για να την εγνωρίσει.
Από μακριά μόλις αντικρουστήκαν αγαπήθηκαν παράφορα και από κοντά μόλις ανταμωθήκαν, αρραβωνιαστήκαν. Όμως το βασιλόπουλο έπρεπε να φύγει να πολεμήσει, αλλά της έταξε στο χρόνο να γυρίσει και να την κάμει βασίλισσα του.
Σαν όμως πέρασε λίγος καιρός, ώ τι κακό, ένα δηλητηριώδες φίδι δάγκωσε και φαρμάκωσε την όμορφη κόρη. Σκλήρυνε και κιτρίνισε το δέρμα της, και η ομορφιά της χάθηκε. Αλλά επειδή αγαπούσε πολύ το βασιλόπουλο της, τον αποδέσμευσε από τον όρκο που της είχε δώσει.
Το βασιλόπουλο όμως που την αγαπούσε πολύ, γύρισε κοντά της και με αγάπη της είπε πως ακόμα θέλει να την παντρευτεί.
Και ώ, τι θαύμα. Μονομιάς η δύναμη της αγάπης κυριάρχησε και κατέκλυσε το είναι της μικρής κοπέλας. Ένιωσε το δηλητήριο στο σώμα της να κυλά και να φεύγει. Αισθάνθηκε καλύτερα, και κατάλαβε πως με την τόση αγάπη τους θα έβρισκε τη δύναμη να γιατρευτεί.
Πραγματικά με τον καιρό η κοπελίτσα γιατρεύτηκε και έγινε σαν πρώτα. Παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της, και κάθε που έγερνε το δείλη, πήγαιναν στον μεγάλο βράχο, και αγκαλιασμένοι και παντοτινά αγαπημένοι, παρακολουθούσαν τον ήλιο που έγερνε να δύσει, και τον ευχαριστούσαν που τους έφερε και μαζί τους έσμιξε.
Όταν τα χρόνια πέρασαν, η ιστορία έμεινε σαν παραμύθι για τα μικρά παιδιά. Και όταν τα παιδιά μεγάλωναν και ερωτεύονταν, πήγαιναν στον ψηλό γκρεμό του Πάρακα, έτσι ονόμασαν τον ψηλό γκρεμμό, και αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμα, έκαναν μια ευχή αγάπης.
Και όσοι νιοί από τον βράχο του Πάρακα έκαναν μια ευχή αγάπης, η αγάπη αυτή διαρκούσε για πάντα.
Στεκόταν στον ψηλό γκρεμμο, και με τα ξέπλεκα μαλλιά της να ανεμίζουν και να αγγίζουν έως τη γης, κάθε δείλη αγνάντευε το όμορφο ηλιοβασίλεμα με μια ελπίδα πάντα στην καρδιά, να ανεφάνει το πλοίο που από τα βάθη των οριζόντων θα έφερνε τον καλό της.
Ένα καλό απόγευμα, όταν ο ήλιος έγερνε μέσα στα γαλανά νερά και όμορφα τα χρύσιζε, μέσα από το θαυμαστό θέαμα του ηλιοβασιλέματος, φάνηκε ένα καράβι να αρμενίζει που στην πλώρη του έστεκε ένας όμορφος νέος ντυμένος με την σιδερένια του πανοπλία. Ήταν ο Πάρακας, ένα πριγγιπόπολυλο από τη μακρινή Βενετία που αρμάτωσε το πλοίο του και πήγαινε στους Αγίους τόπους να πολεμήσει, αλλά καθώς είχε ακούσει για την όμορφη χωριατοπούλα, περ5ασε από τα μέρη της Χλώρακας για να την εγνωρίσει.
Από μακριά μόλις αντικρουστήκαν αγαπήθηκαν παράφορα και από κοντά μόλις ανταμωθήκαν, αρραβωνιαστήκαν. Όμως το βασιλόπουλο έπρεπε να φύγει να πολεμήσει, αλλά της έταξε στο χρόνο να γυρίσει και να την κάμει βασίλισσα του.
Σαν όμως πέρασε λίγος καιρός, ώ τι κακό, ένα δηλητηριώδες φίδι δάγκωσε και φαρμάκωσε την όμορφη κόρη. Σκλήρυνε και κιτρίνισε το δέρμα της, και η ομορφιά της χάθηκε. Αλλά επειδή αγαπούσε πολύ το βασιλόπουλο της, τον αποδέσμευσε από τον όρκο που της είχε δώσει.
Το βασιλόπουλο όμως που την αγαπούσε πολύ, γύρισε κοντά της και με αγάπη της είπε πως ακόμα θέλει να την παντρευτεί.
Και ώ, τι θαύμα. Μονομιάς η δύναμη της αγάπης κυριάρχησε και κατέκλυσε το είναι της μικρής κοπέλας. Ένιωσε το δηλητήριο στο σώμα της να κυλά και να φεύγει. Αισθάνθηκε καλύτερα, και κατάλαβε πως με την τόση αγάπη τους θα έβρισκε τη δύναμη να γιατρευτεί.
Πραγματικά με τον καιρό η κοπελίτσα γιατρεύτηκε και έγινε σαν πρώτα. Παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της, και κάθε που έγερνε το δείλη, πήγαιναν στον μεγάλο βράχο, και αγκαλιασμένοι και παντοτινά αγαπημένοι, παρακολουθούσαν τον ήλιο που έγερνε να δύσει, και τον ευχαριστούσαν που τους έφερε και μαζί τους έσμιξε.
Όταν τα χρόνια πέρασαν, η ιστορία έμεινε σαν παραμύθι για τα μικρά παιδιά. Και όταν τα παιδιά μεγάλωναν και ερωτεύονταν, πήγαιναν στον ψηλό γκρεμό του Πάρακα, έτσι ονόμασαν τον ψηλό γκρεμμό, και αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμα, έκαναν μια ευχή αγάπης.
Και όσοι νιοί από τον βράχο του Πάρακα έκαναν μια ευχή αγάπης, η αγάπη αυτή διαρκούσε για πάντα.