Η ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΛΙΜΝΗ ΤΩΝ ΡΟΔΑΦΙΝΙΩΝ

Η λίμνη των Ροδαφινιών ήταν ένα εντυπωσιακό φυσικό αξιοθέατο, μια αλμυρή βαθιά λίμνη στην άκρη της ακτής η οποία συνδεόταν υπόγεια με τη θάλασσα και όταν είχε τρικυμίες η ορμή των κυμάτων που εισχωρούσαν μέσα δημιουργούσαν ένα υπόκωφο δυνατό θόρυβο και ένα υποχθόνιο βρυχηθμό, σημάδι κατά τους πρωτινούς, πριν έρθει η χειμωνιάτικη βροχή από τη μεριά του νότου.
Ήταν το μπουμπουνητό της θάλασσας όταν θύμωνε και αδυσώπητα χτυπούσε τα τοιχώματα της λίμνης σκάβοντας την όλο βαθύτερα κατά το πέρασμα των αιώνων, και κάθε φορά δημιουργώντας ένα σιντριβάνι από ατμοποιημένο νερό που σαν πυκνό σύννεφο εκτοξευόταν με δύναμη στην ατμόσφαιρα δημιουργώντας εντυπωσιακό θέαμα ίδιο με ηφαίστειο που ξερνά καπνό.
Υπήρχε για χιλιάδες χρόνια και πολλές ιστορίες υπάρχουν που εξιστορούν γεγονότα σαν παραμύθια που έχουν συμβεί εκεί, μέσα στην βαθιά λίμνη μέσα στα θεόρατα βράχια της ακτής της Χλώρακας. Ήταν ένας φυσικός πλούτος της κοινότητας, ένα υπέροχο αξιοθέατο, μια φυσική αλμυρή λίμνη δίπλα στη θάλασσα που όλοι οι κάτοικοι σαν παιδιά εκεί έπαιζαν τους πειρατές και όλες οι γενεές την είχαν σημείο αναφοράς.
Όλα τα παιδιά εκεί έμαθαν κολύμπι. Οι ψαράδες μάζευαν φτίρα για να ζημώσουν πασμό, και οι νεαροί τις νύχτες με πιροφάνι, μάζευαν αστακούς που ύπήρχαν πληθώρα μέσα στη θαλασσινή λίμνη.
Τώρα οι ξενοδόχοι την έχουν γεμίσει με μπάζα και θεόρατες πέτρες. Την έχουν κλείσει για να φτιάξουν παραλία να κάθονται οι τουρίστες να λιάζονται. Έχουν καταστρέψει το φυσικό περιβάλλον για το χρηματικό όφελος, χωρίς να νοιάζονται για το φυσικό όφελος.
Αλλά χειρότερη ευθύνη από τους ξενοδόχους, φέρουν οι Κοινοτικές και Επαρχιακές αρχές, καθώς και οι κάτοικοι της Χλώρακας που με τη σιωπή τους ή την ανοχή τους, επέτρεψαν να γίνει ένα τόσο μεγάλο κακό.

Ένα παραμύθι λέει,
Μια φορά και έναν καιρό, στην τέλειωση της Χλώρακας μέσα σε μια μικρή θαλασσινή λίμνη, τη λίμνη των Ροαδαφινιών, ζούσε μια μικρή όμορφη γοργόνα που αγαπούσε τους ανθρώπους και χωρίς να τους φοβάται, ξεπρόβαλλε όταν τα νερά ήταν ήσυχα και συνομιλούσε μαζί τους. Είχε το μικρό χωριό της Χλώρακας υπό την προστασία της, και δεν άφηνε κανένα εξώρκι να επηρεάζει την ηρεμία των κατοίκων, ώστε αυτοί ευτυχισμένοι ζούσαν μια ήρεμη ζωή καλλιεργώντας την όμορφη γη που τους χάρισε η φύση.

Μια φορά πρίν εκατοντάδες χρόνια, ένας νέος αγάπησε παράφορα την γοργόνα και ήθελε να πεθάνει γιατί δεν υπήρχε τρόπος να την κάμει δική του καθώς ήταν μια γοργόνα-νεράιδα διαφορετική από τους ανθρώπους. Όμως βλέποντας την μεγάλη του λύπη και θέλοντας να τον παρηγορήσει, του είπε να κάνουν μια συμφωνία. Να αγαπιούνται πλατωνικά, και να αρκεστεί μόνο σ’ αυτό. Ο νέος μη έχοντας άλλη επιλογή, δέχτηκε.
Και τα χρόνια περνούσαν, και καθημερινώς ο νέος δίπλα στη μικρή λιμνοθάλασσα με τις ώρες συνομιλούσε με την μικρή γοργόνα. Με τον καιρό η μικρή γοργόνα αγάπησε και αυτή το παλληκάρι, και έτσι αγαπημένοι ζούσαν καλά και ήσαν ευχαριστημένοι.
Άμα πέρασαν πολλά χρόνια και ο νέος έγινε μεσήλικας, γεμάτος ανησυχία μήπως πάψει αυτή  να τον αγαπά καθώς οι γοργόνες δεν γερνούν, μια μέρα τη ρώτησε τι θα απογίνει αν αυτό συμβεί; Και του απάντησε πώς πάντα θα τον αγαπά, ακόμα και όταν αυτός πεθάνει, και πώς η αγάπη της γι αυτόν θα παύσει μόνον όταν η μικρή θαλασσινή λίμνη των Ροδαφινιών, θα παύσει να υπάρχει.
Και πέθανε κάποτε το παλληκάρι, αλλά το πνεύμα του έμεινε ζωντανό να πλανιέται πάνω από το χωριό να προστατεύει τους ανθρώπους, και να κάνει παρέα με την αγαπημένη του.
Αυτό κράτησε για εκατοντάδες χρόνια, μέχρι πρόσφατα που οι άνθρωποι χάλασαν τη λίμνη και έριξαν μέσα αποχετεύσεις και απόνερα από ξενοδοχειακές μονάδες, οπότε πάει η υπόσχεση της μικρής γοργόνας, πάει και το παλληκάρι. Έσβησε το πνεύμα του και άφησε το χωριό απροστάτευτο.
Από τότες στο μικρό χωριό όλα άλλαξαν. Οι άνθρωποι έγιναν άπληστοι και με μόνη έγνοια τον πλουτισμό και την «πρόοδο», τσιμέντωσαν όλη τη γη και έστησαν πολυόροφα κτίρια.
Και τώρα αντί πράσινα χωράφια από καλλιέργειες και παρθένες καυκάλλες βλαστημένες με άγρια χλωρίδα και πανίδα, υπάρχει παντού μπετόν και όμορφα πεζοδρόμια με ομορφότερες πλατείες κατασκευασμένες με τουβλάκια για να μην λερώνουν τα παπούτσια τους οι επισκέπτες.
Όπως συνήθως, οι άνθρωποι δεν φρόντισαν να αξιοποιήσουν τον τόπο τους με τρόπο η ανάπτυξη να συνάδει με τη φύση, παρά μόνο σκεπτόμενοι περισσότερο τον υλικό πλουτισμό, κάπου ξέχασαν τον φυσικό.